φροντιστής

φροντιστής
φροντιστής
deep thinker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φροντιστής — ο 1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς). 2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός») …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… …   Dictionary of Greek

  • φροντισταῖς — φροντιστής deep thinker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντισταῖσιν — φροντιστής deep thinker masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντισταί — φροντιστής deep thinker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστοῦ — φροντιστής deep thinker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῇ — φροντιστής deep thinker masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστήν — φροντιστής deep thinker masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῶ — φροντιστής deep thinker masc gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φροντιστῶν — φροντιστής deep thinker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”